άουτ

άουτ
το
όρος, δάνειο της Αγγλικής, που κυρίως χρησιμοποιείται σε αθλήματα που παίζονται με μπάλα, για να δηλώσει την έξοδο της από τις οριακές γραμμές του αγωνιστικού χώρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νοκ-άουτ — το 1. πυγμαχικό χτύπημα που θέτει τον αντίπαλο έξω από τον αγώνα 2. φρ. «βγήκα νοκ άουτ» εξαντλήθηκα, δεν μπορώ να συνεχίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. knock out] …   Dictionary of Greek

  • λοκ-άουτ — το η ανταπεργία, η άρνηση παροχής εργασίας στους εργαζομένους εκ μέρους τού εργοδότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. lock out] …   Dictionary of Greek

  • τάιμ άουτ — το, Ν (αθλ.) μικρή διακοπή τού αγώνα σε ένα ομαδικό άθλημα, όπως λ.χ. στο μπάσκετ ή στο βόλεϋ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. time out] …   Dictionary of Greek

  • λοκ άουτ — (αγγλ. lock out = αποκλεισμός ή ανταπεργία). Διακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας από τους ίδιους τους επιχειρηματίες, για να πετύχουν συμφέρουσα γι’ αυτούς λύση των συγκρούσεων που έχουν με τους μισθωτούς τους. Όπως η απεργία, έτσι και το λ.ά …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • Mark Dickel — Position Point Guard Height 6 ft 2 in (1.88 m) Weight 195 lb (88 kg) League NZNBL Team Otago Nuggets Born …   Wikipedia

  • αποκλεισμός — Όρος του διεθνούς δικαίου. Διακρίνεται σε ειρηνικό και πολεμικό α. Ο ειρηνικός συνίσταται στην παρεμπόδιση των πλοίων να προσεγγίσουν στα λιμάνια του κράτους στο οποίο επιβάλλεται, με σκοπό τη ματαίωση των εμπορικών του συναλλαγών, ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Καραντάιν, Κιθ — (Keith Carradine, Καλιφόρνια 1949 –). Αμερικανός ηθοποιός, συνθέτης και τραγουδιστής. Σπούδασε μουσική στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να εγκατασταθεί στο Λος Άντζελες και να εμφανιστεί στο Μπρόντγουεϊ, στο… …   Dictionary of Greek

  • λοκάουτ, το — και λοκ άουτ, το άκλ. (λ. αγγλ.), ανταπεργία, η άρνηση των εργοδοτών να δώσουν εργασία στους εργάτες: Το λοκάουτ έπληξε την αποτελεσματικότητα της απεργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”